- μυξινάρι
- τοζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Μugil auratus, τελεόστεου οστεϊχθύος τής οικογένειας mugilidae.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
муксун — рыба Salmo muхun , также муцун, максун, моксун – то же, сиб. (Даль), колымск. (Богораз). Через ханты ю. moksǝŋ, к. moχsǝŋ, н. muχsaŋ, muχsǝŋ из якут. muksun, тоб. muksum – то же (Радлов 4, 2174); см. Калман, Асtа Lingu. Hung. I, 258 и сл.;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μουγίλος — ο ζωολ. επιστημονική ονομασία γένους περκόμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας mugilidae στο οποίο ανήκουν γνωστά είδη, με εμπορική σημασία, μεταξύ τών οποίων ο κέφαλος, το μυξινάρι κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mugil <… … Dictionary of Greek